Ήμασταν κάποτε στρατιώτες... (Μέρος Δεύτερο)

{modulepos inside1}

Usque Ad Finem

«κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει, εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουνΦίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ ένα τραπέζι σμίγει, όπου τ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν».

Μέρος δεύτερο

Εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, έμοιαζε σαν όλα τα προηγούμενα. Η ίδια ράθυμη διάθεση, οι γνώριμες λαχταριστές μυρωδιές που ξεμυτούσαν απ’ την κουζίνα καθώς η μητέρα μου με τη γιαγιά μου, ξεδίπλωναν το αστείρευτο ταλέντο τους στη μαγειρική,  ο στριγγή χροιά του βιολιού από το σαλόνι, τα γειτονόπουλα στο δρόμο που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι με μια χαρακτηριστική νωχελικότητα. Γνώριζα εκ των προτέρων ότι, έπρεπε ν’ ανοίξω εκείνα τ’ απαίσια, παράξενα, ταλαιπωρημένα από το χρόνο βιβλία, που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου. Δεν έμοιαζαν με αυτά του σχολείου. Για την ακρίβεια δεν είχαν καμία απολύτως σχέση.  Οι τίτλοι τους μου προκαλούσαν ζάλη και όσο περνούσαν τα χρόνια, γίνονταν όλο και πιο δυσνόητοι: «Διάσημες μάχες της αρχαιότητας», «Στρατηγική και Τακτικές», «Οδηγός Επιβίωσης», «Η τέχνη της διπλωματίας», «Αρχαία Ελληνικά & Λατινικά», «Μουσική αρμονία», «Αρχές Ξιφασκίας» και πολλά άλλα ακόμη που αυτήν τη στιγμή δεν μου έρχονται στο μυαλό. Όταν οι φίλοι μου έπαιζαν και διασκέδαζαν ξένοιαστα το Σαββατοκύριακο, εγώ μάθαινα τα πάντα για την παράταξη του στρατεύματος του Μ. Αλεξάνδρου, κατά τη μάχη της Ισσού. Πόσα στάδια κάλυπτε. Πόσες ίλες ιππικού διέθετε, πόσοι ελαφρά οπλισμένοι Κρήτες και Θράκες πεζοί αναπτύχθηκαν ανάμεσα στο σχηματισμό της φάλαγγας, καθώς και τα ονόματα των διοικητών τους. Με λίγα λόγια,  φρίκη!!

Κάθε φορά που αντιδρούσα, διαμαρτυρόμενος γιατί έπρεπε να μελετήσω, ενώ η παρέα μου έπαιζε αμέριμνη στη διπλανή αλάνα, εκείνος μου απαντούσε ότι, τα παιδιά στην αρχαία Σπάρτη μόλις συμπλήρωναν τα 7 τους χρόνια, ήταν υποχρεωμένα από την Πολιτεία να συμμετάσχουν στην  «Αγωγή», μια στρατιωτικού – κυρίως- τύπου εκπαίδευση η οποία ολοκληρωνόταν με την ενηλικίωσή τους. Οπότε, θα έπρεπε να είμαι και ευχαριστημένος που γλύτωσα δύο χρόνια!! Θυμάμαι σαν χτες τα λόγια του: «Πρέπει να δαμάσεις το πνεύμα, προτού δαμάσεις το είναι σου. Το σώμα, πάντα θα υπακούει στη θέληση του μυαλού. Θα υπάρξει κάποια στιγμή καιρός για διασκέδαση, αλλά τώρα δεν είναι αυτός».

Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς σημαίναν αυτές οι κουβέντες. Δεν είχα κλείσει ακόμα τα  9,  και όλα αυτά όπως αντιλαμβάνεστε, μου φαίνονταν εντελώς παράλογα. Για να το πω πιο λαϊκά, δεν καταλάβαινα λέξη. Τι να καταλάβει ένα παιδάκι, σε αυτήν την τόσο τρυφερή ηλικία; Ένιωθα ότι διάβαζα και άκουγα… Κινέζικα. Εγώ περίμενα πως και πως το Σαββατοκύριακο, για να διαβάσω – στα κλεφτά – ένα τεύχος της «Περιπέτειας» ή του «Μπλεκ». Ο Λοχαγός Μαρκ και ο Ξανθός γίγαντας, ήταν οι μόνοι ήρωες, για τους οποίους ήμουν διατεθειμένος ν’ αναβάλλω το παιχνίδι μου. Βλέπετε, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν - ευτυχώς ή δυστυχώς -  tablets, smartphones, social media και όλα τα υπόλοιπα συναφή τεχνολογικά «θαύματα» της σημερινής εποχής.

Ωστόσο δεν τα παράτησα. Πως θα μπορούσα άλλωστε, ξέροντας εκ των προτέρων ότι το άγρυπνο του πατέρα – παιδαγωγού, ήταν διαρκώς πάνω μου. Άνθρωπος απόμακρος, αυστηρός, αλλά συνάμα καλοσυνάτος . Η φωνή του βαθειά, σχεδόν στεντόρεια.  Το ύφος του σοβαρό, στρατιωτικό.  Λιτοδίαιτος και λακωνικός στο λόγο και στις εκφράσεις του. Ψηλός στο ανάστημα, ευθυτενής, με βήμα «κοφτό», αθόρυβο και βλέμμα διερευνητικό που σε διαπερνούσε. Οι κινήσεις του έφερναν κάτι μεταξύ σε δασκάλου πολεμικών τεχνών και χορευτή.  Δεν είχα αντιληφθεί ποιο ακριβώς ήταν το επάγγελμά του. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό. Λες και ήταν επτασφράγιστο μυστικό. Κάθε φορά που ερχόταν η συζήτηση σε αυτό, άλλαζε θέμα με χαρακτηριστική μαεστρία…Υπήρχαν μέρες που εξαφανιζόταν κυριολεκτικά από το σπίτι. Κάναμε μέρες να τον δούμε. Ταξίδευε διαρκώς ή έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον. Δε θυμάμαι να είχα γνωρίσει κάποιο φίλο του. Ακόμα και οι συγγενείς που δεχόμασταν στο σπίτι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού..

Παρ’ όλα αυτά, τον αγαπούσα. Αν και δε μας διέκρινε η «συνηθισμένη» σχέση μεταξύ πατέρα & γιού, αν και δε με κράτησε ποτέ από το χέρι στην παιδική χαρά, δε μου τραγούδησε παιδικά τραγουδάκια, δεν έπαιξε μαζί μου κρυφτό – κυνηγητό, δεν κάναμε ποδήλατο μαζί ή άλλα σπορ, η ανάγκη να είμαι δίπλα του δεν έσβησε ποτέ. Για μένα, ήταν ένας υπερ- ήρωας. Το πρότυπο μου. Πάντοτε στεκόταν στο πλάι μου, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ποτέ δε μ΄ εγκατέλειψε, ποτέ δεν αδιαφόρησε.  Το γεγονός ότι δεν τον έβλεπα πάρα πολύ συχνά, διόλου μείωνε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. Κάθε άλλο. Όσο περισσότερο σου λείπει κάτι, τόσο περισσότερο το αποζητάς. Αυτό ίσχυε και για τον πατέρα μου. Πόσο μάλλον όταν, η ίδια του η ύπαρξη καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο μυστηρίου… Είναι αλήθεια ότι  ζήλευα όταν έβλεπα τ΄ άλλα παιδιά στο σχολείο, όταν συνοδεύονταν από τον πατέρα τους ή όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο. Κάθε φορά που εξέφραζα το παράπονο μου, επειδή δεν περνούσαμε αρκετό χρόνο μαζί, συνήθιζε να μου λέει: «Μην άγχεσαι, όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Έχε μου εμπιστοσύνη». Ο λόγος του για μένα,  ήταν κανόνας απαράβατος.  Του είχα τυφλή εμπιστοσύνη, όπως θα έπρεπε άλλωστε.

Κάποια στιγμή, και ενώ είχα σχεδόν τελειώσει με τα ιδιότυπα «διαβάσματά» μου, ακούω τη φωνή του να μου λέει επιτακτικά: «ντύσου, σε 10 λεπτά έχουμε φύγει». Ήταν ανώφελο να ρωτήσω περισσότερα. Δεν πρόκειται να μου έλεγε και δεν είχα καμία διάθεση να χάσω το χρόνο μου, αφού σε λίγο θα μάθαινα τα πάντα. Η μητέρα μου, κλασσικό στερεότυπο Ελληνίδας νοικοκυράς, προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, αλλά μάταια. Λόγω της μυστικοπάθειας του πατέρα μου, δε γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί και ήθελε να το αποτρέψει.  Φοβόταν ιδιαίτερα, αυτές τις παρορμητικές και αναπάντεχες εξορμήσεις, εξαιτίας του χαρακτήρα του. Εκείνος όμως, με μία θανατερή του ματιά, διέλυσε κάθε αντίσταση που προσπάθησε να φέρει. Ήταν αποφασισμένος και κανένας δεν επρόκειτο να τον σταματήσει.  Στο δρόμο, βγαίνοντας από το σπίτι, πρόσεξα ότι κατευθυνόμασταν στον ηλεκτρικό σταθμό. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, δε θα έδινα μεγάλη σημασία. Είχαμε μπει αρκετές φορές στο τρένο για διαφορετικούς λόγους τη κάθε φορά. Ωστόσο, για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθα λίγο άβολα. «Πατέρα - μου είχε απαγορεύσει ρητώς να τον αποκαλώ «μπαμπά» - που πάμε;» τον ρώτησα ελαφρώς αναστατωμένος. Τότε, γούρλωσε τα μάτια και με κράτησε – για πρώτη φορά -  σφιχτά από το χέρι. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.  Σαν άλλος αρχιερέας υπό το λυκόφως, με μια άκρως μυσταγωγική αίσθηση να πλανάται στην ατμόσφαιρα, αποκρίθηκε:  «Μεγάλωσες πια, ήρθε η ώρα να πάμε στο γήπεδο».

Ήμασταν κάποτε στρατιώτες - Μέρος Πρώτο

Διαβάστηκε 3928 φορές
{modulepos inside2}
Fctables
Τα cookie μας βοηθούν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Εφόσον χρησιμοποιείτε τις υπηρεσίες μας, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.