Print this page
Μιγκέλ Αρκονάδα - Όταν ο καλύτερος, γίνεται μοιραίος

Μιγκέλ Αρκονάδα - Όταν ο καλύτερος, γίνεται μοιραίος

{modulepos inside1}
Η άδικη μοίρα των τερματοφυλάκων είναι γνωστή εδώ και χρόνια και μέχρι ενός σημείου απολύτως αποδεκτή από τη μέση ποδοσφαιρική λογική. Ένα λάθος, ειδικά αν καθορίσει αποτέλεσμα, μετράει πολύ περισσότερο στη συνείδηση του κόσμου από δεκάδες σωτήριες επεμβάσεις, ακόμα κι αν αυτές έγιναν μέσα στο ίδιο ενενηντάλεπτο. Άδικη μοίρα όντως, λιγάκι μοναχική, μα έτσι και αλλιώς κανείς ποτέ δεν είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη.
 
Ένα από τα πιο γνωστά «θύματα» αυτής της αδικίας υπήρξε ο Λουίς Μιγκέλ Αρκονάδα. Ο σπουδαίος Ισπανός πορτιέρο ήταν από τους καλύτερους που ανέδειξε ποτέ η χώρα και λατρεύτηκε σαν ήρωας από τους Βάσκους και κυρίως, του οπαδούς της Ρεάλ Σοσιεδάδ. Όμως, για κακή του τύχη, απ’ όλα τα παιχνίδια της λαμπρής σταδιοδρομίας του, διάλεξε το σημαντικότερο για να κάνει το μεγαλύτερο λάθος του. Και έτσι, μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, όσο χρειάστηκε η μπάλα για να περάσει κάτω από το σώμα του μετά από το φάουλ το Μισέλ Πλατινί, ο Αρκονάδα σημαδεύτηκε με το σκληρό τρόπο που έχει το ποδόσφαιρο να «μαρκάρει» τους πρωταγωνιστές του. Ο «ιπτάμενος» Λουίς μετατράπηκε σε γκαφατζής που στέρησε από την Ισπανία τον πρώτο μεγάλο τίτλο της και όλοι ξέχασαν αυτοστιγμεί ότι ο ίδιος άνθρωπος μέχρι το «καταραμένο» τελικό του 1984 αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της προσπάθειας των «φούριας ρόχας».
 
Ο Αρκονάδα γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου του 1954 στο Σαν Σεμπαστιάν. Παιδί Βάσκων και μάλιστα αρκετά σκληροπυρηνικών, υπήρξε οπαδός της Αθλέτικ Μπιλμπάο, η οποία αντιπροσώπευε περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα τα ιδανικά των ιδιόρρυθμων αυτών ανθρώπων. Μεγαλωμένος, όμως, κοντά στις εγκαταστάσεις της Σοδιεδάδ, όταν κατάλαβε την κλίση του για το ποδόσφαιρο, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του εκεί. Πολύ γρήγορα οι υπεύθυνοι του συλλόγου διαπίστωσαν ότι είχαν αυθεντικό ταλέντο στα χέρια τους κα μετά το σχετικό «ψήσιμο» στις Ακαδημίες. Τη σαιζόν 1974-1975, πήρε θέση βασικού κάτω από τα γκολποστ. Τερματοφύλακας με εξαιρετικά ρεφλέξ και σπουδαία αίσθηση του χώρου, που τον βοηθούσε να παίρνει πάντα σωστές θέσεις, σε ηλικία 22 ετών θεωρήθηκε ώριμος για να υπερασπιστεί τα εθνικά γκολπόστ. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1977, σε αγώνα της Ισπανίας απέναντι στην Ουγγαρία, φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα με το εθνόσημο. Παράλληλα, η Ρεάλ Σοσιεδάδ, με βάση τον Αρκοναδα, ξεκίνησε να χτίζει μια ομάδα που μπορούσε να ανταγωνιστεί τις παραδοσιακές δυνάμεις του πρωταθλήματος. Και πράγματι, τη διετία 1980-82 έκανε την υπέρβαση κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, τα μοναδικά της ιστορίας της. Ο «φύλακας άγγελος» της εστίας της, μάλιστα, τόσο τις δύο συγκεκριμένες σαιζόν όσο και εκείνη του 1979-80, πήρε το βραβείο «Ρικάρντο Θαμόρα», που δίνεται στον κορυφαίο γκολκίπερ της Πριμέρα Ντιβιζιόν. Δύο χρόνια αργότερα είχε φτάσει η στιγμή και για την εθνική Ισπανίας να κάνει τη δική της υπέρβαση . Επί σειρά ετών, άλλωστε, οι «φούριας ρόχας» άκουγαν ότι παρά τη δεδομένη ποιότητα τους στις μεγάλες διοργανώσεις ήταν ηττοπαθείς, κατηγορία που δυστυχώς γι’ αυτούς επιβεβαιωνόταν και από τα αποτελέσματα.
 
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι Ισπανοί με τον Αρκονάδα «φύλακα άγγελο» και ποδοσφαιριστές όπως ο Καμάτσο και ο Σιντιγιάνα στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας τους έφτασαν μέχρι τον τελικό του Παρισιού, όπου βρήκαν μπροστά τους τη γηπεδούχο Γαλλία. Και εκεί, στις 27 Ιουνίου 1984, ο Βάσκος πορτιέρο έκανε το λάθος που οι φίλαθλοι δεν του συγχώρησαν ποτέ. Το φάουλ του Πλατινί δεν ήταν ιδιαίτερα καλοχτυπημένο, όμως ο Αρκονάδα δεν υπολόγισε σωστά την πορεία της μπάλας, που τρύπωσε ύπουλα κάτω από το κορμί του, καταλήγοντας στα δίχτυα. Το 1-0 άνοιξε το δρόμο στους Γάλλους, οι οποίοι τελικώς πέτυχαν στο φινάλε του ματς ακόμα ένα γκολ με το Μπελονέ και κατέκτησαν το τρόπαιο.
 
Από το 1985 και μετά τη θέση του στην εθνική πήρε ο Αντόνιο Θουμπιθαρέτα. Όμως, ακόμη και όταν πια απομακρύνθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας (με 68 διεθνείς συμμετοχές), δεν μπόρεσε να βγάλει από το μυαλό του το βράδυ της 27ης Ιουνίου του 1984. Εκείνο το βράδυ, δηλαδή, που σημάδεψε τη ζωή του με τρόπο που ο ίδιος σε μια συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα περιέγραψε καλύτερα από τον καθένα: «Σε κάθε συζήτηση που έκανα, σε κάθε συζήτηση που κάνω, ακόμα και αν δεν είναι ποδοσφαιρικού περιεχομένου, βλέπω στα μάτια του συνομιλητή μου τη διάθεση να με ρωτήσει: πως το έκανες αυτό το λάθος; Φοβάμαι ότι μέχρι να γεράσω δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν το τελικό».
Διαβάστηκε 11641 φορές
{modulepos inside2}

Σχετικά Άρθρα

Τα cookie μας βοηθούν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Εφόσον χρησιμοποιείτε τις υπηρεσίες μας, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.