Τα χρόνια περνούσαν και ο νεαρός Μπόμπι, προβιβαζόταν κάθε χρονιά στις ομάδες των 14, και 15 χρόνων της περιφέρειας του Λιούτον, ωστόσο η εξέλιξη του δεν ήταν αυτή που περίμενε. Θεωρείτο «χοντρούλης» και όχι τόσο δυναμικός στο παιχνίδι του. Οι υπόλοιποι συμπαίκτες του αλλά και οι αντίπαλοι του, είχαν ήδη βρει στέγη σε επαγγελματικές ομάδες και ο Μουρ σκεπτόταν να τα παρατήσει για να εργαστεί σαν συντάκτης. Τότε βρέθηκε στο δρόμο του ο Τομ Ράσσελ, ένας δάσκαλος ο οποίος είχε ισχυρές διασυνδέσεις με την Γούεστ Χαμ. Στο ραντεβού που ακολούθησε η ερώτηση που έκανε ο δάσκαλος στον Μπόμπι, ήταν μια και μοναδική: «Θέλεις να έρθεις να προπονηθείς με την εφηβική ομάδα της Γούεστ Χαμ»; Ο Ρασσελ είδε και έπαθε να συνεφέρει τον νεαρό Μουρ, από το σοκ της συγκίνησης.
Ο προπονητής του εφηβικού τμήματος της Γούεστ Χαμ, ήταν ο Μάλκομ Άλισον ο οποίος εκείνη την εποχή αγωνιζόταν σαν σέντερ-μπακ με τα «Σφυριά». Η εντύπωση του για τον νεαρό Μουρ, ήταν ότι ναι μεν είχε πολλά να μάθει, αλλά ήταν πολύ πρόθυμος στο ν’ ακούει και ότι δούλευε πολύ σκληρά για να βελτιωθεί. Στην ηλικία των 16 ο μικρός Μπόμπι αφού έπεισε τους γονείς του, υπέγραψε το πρώτο στου συμβόλαιο με την Γούεστ Χαμ, με μηνιαίο μισθό 28 λίρες.
Ο Μάλκομ Άλισον πήρε τον Μουρ, υπό τον προστασία του. Του έδειξε όλα όσα έπρεπε να μάθει, ούτως ώστε να μπορέσει να διακριθεί και ο Μπόμπι ήταν άνθρωπος που διψούσε για μάθηση. Ζάλιζε καθημερινά τον Άλισον, με τις ερωτήσεις του πάνω στη τεχνική και την στρατηγική του παιχνιδιού και κάπου εκεί ήταν που ο πνευματικός του πατέρας, αποκάλυψε στον Μουρ το μυστικό που θα χάραζε ανεξίτηλα τον τρόπο που θ’ αγωνιζόταν. «Να έχεις πάντοτε στο μυαλό σου μια εικόνα για το που βρίσκεται ο κάθε παίκτης. Με αυτό τον τρόπο, όταν θα γίνεσαι κάτοχος της μπάλας, δεν θα χρειάζεται να σκεφθείς τι θα την κάνεις».
Οι Άγγλοι είναι οι «εφευρέτες» του αθλήματος και η ποδοσφαιρική τους ομοσπονδία είναι η παλαιότερη του κόσμου. Εξάλλου, είναι γνωστοί για τον πατροπαράδοτο σνομπισμό τους, που ειδικά σε σχέση με το ποδόσφαιρο χτυπάει «κόκκινο». Προπολεμικά, δεν αναγνώριζαν καμία άλλη εθνική ομοσπονδία και, φυσικά, ούτε και τη ΦΙΦΑ. Μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να αποκτούν επαφή με το παγκόσμιο παιχνίδι - και πάλι απολύτως αφ' υψηλού. Η πρώτη τους εμφάνιση σε Μουντιάλ (Βραζιλία ΄50) δεν συνδέθηκε με τους θριάμβους που θα περίμεναν, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και η ταπείνωση από την «ιπτάμενη» Ουγγαρία των Πουσκας-Κόκτσις-Χιντεγκούτι για να ξεσκεπάσει το μύθο της δήθεν αγγλικής υπεροχής.
Ένας τόσο ξεχωριστός, τόσο αρχοντικός αμυντικός, γρήγορα βρήκε τη θέση του στην εθνική ομάδα, παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν στην παρακατιανή Γουέστ Χαμ. Ο τότε εκλέκτορας, Γουόλτερ Γουίντερμπότομ, τελευταία στιγμή συμπεριέλαβε στην αποστολή τον 21χρονο οπισθοφύλακα, λίγο πριν ξεκινήσει η προετοιμασία για το παγκόσμιο του΄62 στη Χιλή. Ο Μπόμπι έκανε ντεμπούτο σε φιλική νίκη 4-0 επί του Περού στη Λίμα και ήταν τόσο πειστικός που παρέμεινε βασικός σε ολόκληρο το τουρνουά.
Ένα χρόνο αργότερα ο «Μούρο» γίνεται, για έναν αγώνα, ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία των Λιονταριών. Μόλις 22 ετών, αλλά η αγωνιστική του ωριμότητα και η ψυχραιμία του είναι ασύγκριτες. Την επόμενη χρονιά θα μονιμοποιηθεί στο ρόλο του κάπτεν που θα τον διατηρήσει μέχρι το 1973, όταν θα συμπληρώσει τις 108 διεθνείς εμφανίσεις - ρεκόρ για την εποχή του, που αργότερα θα το ξεπεράσει ο Πίτερ Σίλτον και λίγο αργότερα ο Ντέιβιντ Μπέκαμ.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 ήταν η μεγάλη ευκαιρία των λιονταριών να εξιλεωθούν για τις απογοητεύσεις των προηγουμένων 25 ετών με τον Μουρ να είναι ήδη μια από τις πιο αναγνωρισμένες μορφές του αγγλικού φουτμπόλ. Σε τόσο λίγα χρόνια έχει προλάβει να πάρει ένα Κύπελλο Αγγλίας, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, έχει γίνει φιναλίστ στο Λιγκ Καπ και έχει ψηφιστεί παίκτης της χρονιάς, δύο φορές. Πάνω απ’ όλα, φοράει το περιβραχιόνιο της εθνικής εδώ και τρία χρόνια.
Μόνιμη παρουσία στο κέντρο της άμυνας των λιονταριών, έχει βρει τον ιδανικό συμπληρωματικό παρτενέρ στο πρόσωπο του «κακού» εκ των αδελφών Τσάρλτον, του μοναδικού Τζάκι. Οι δυο τους θα συνθέσουν το καλύτερο αμυντικό δίδυμο που γνώρισε ποτέ η Αγγλία. Ο Τσάρλτον είναι ένας σκληρός, κυνικός αμυντικός που τρώει σίδερα και δεν διστάζει να κάνει τα πάντα για να καταστρέψει το παιχνίδι του αντιπάλου. Αυτό που λέμε «σκυλί του πολέμου». Ο Μουρ, είναι το ακριβώς αντίθετο. Πάντα νηφάλιος, με ολύμπια ψυχραιμία, διαβάζει το παιχνίδι και μοιράζει την μπάλα. Δηλαδή, ο τέλειος συνδυασμός.
Με αυτούς τους δύο στο κέντρο της άμυνας και με μόνιμη έδρα το επιβλητικό Γουέμπλεϊ, οι Άγγλοι δεν θα δυσκολευτούν πολύ να φτάσουν στον τελικό, έχοντας δεχτεί μόνο ένα γκολ σε πέντε αγώνες. Στον προημιτελικό νίκησαν τη σκληροτράχηλη Αργεντινή, ενώ στα ημιτελικά ξεπέρασαν την Πορτογαλία του μεγάλου επιθετικού Εουσέμπιο (ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης).
Ο κόουτς Αλφ Ράμσεϊ έχει χτίσει αυτήν την ομάδα γύρω από τον «Μούρο», υιοθετώντας το επαναστατικό, για την εποχή, 4-4-2, ένα σύστημα που ενισχύει το κέντρο αφήνοντας την ομάδα χωρίς κλασικά εξτρέμ. Να σημειώσουμε πως, μέχρι τότε, η θέση του εξτρέμ (ακραίου επιθετικού) θεωρούνταν η πιο σημαντική στο ποδόσφαιρο. Ο τύπος της εποχής ονόμασε την Αγγλία του Ράμσεϊ «Wonder without wings» (θαύμα χωρίς πτέρυγες). Στην επιθετική λειτουργία, κουμάντο έκανε ο έτερος αδελφός Τσάρλτον, ο γλυκύτατος Μπόμπι, ο θρύλος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο τελικός, με αντίπαλο την ψυχωμένη Γερμανία, πάντα στο Γουέμπλεϊ και υπό το βλέμμα της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ, είναι ίσως ο πιο πολυσυζητημένος της ιστορίας. Οι Άγγλοι ήταν καλύτεροι, αλλά στις καθυστερήσεις ισοφαρίστηκαν 2-2 και το ματς πήγε στη παράταση. Το γκολ με το οποίο έγινε το 3-2 έμεινε στην ιστορία, καθώς φαίνεται πως η μπάλα δεν πέρασε ποτέ τη γραμμή. Ο Τζεφ Χερστ βρέθηκε με τη μπάλα στη μικρή περιοχή, σούταρε δυνατά και ψηλά και η μπάλα χτύπησε στο δοκάρι και καρφώθηκε κάθετα προς τα κάτω. Ο Χαρστ πανηγύρισε, οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν, ο διαιτητής σάστισε, αλλά ο επόπτης είπε γκολ και ουσιαστικά το ματς κρίθηκε εκεί.
Λίγο πριν το φινάλε οι Άγγλοι πέτυχαν και τέταρτο γκολ σε μια φάση που αποκαλύπτει το αγωνιστικό στυλ του Μπόμπι Μουρ. Ο αρχηγός έκλεψε τη μπάλα στο ύψος της περιοχής του και με το ρολόι να δείχνει 119΄. Ο κυνικός Τζάκι Τσάρλτον του φώναξε να κλοτσήσει τη μπάλα στην εξέδρα, για να κερδίσουν χρόνο. Ο Μουρ τον έγραψε κανονικά, κοντρόλαρε τη μπάλα, σήκωσε το κεφάλι και εντόπισε τον Τζεφ Χαρστ 40 μέτρα μπροστά. Με σίγουρη μπαλιά τον έβγαλε μόνο του με τον τερματοφύλακα και έτσι διαμορφώθηκε το τελικό 4-2. Ο δε Χερστ πέτυχε χατ-τρικ, κάτι που δεν έχει επαναληφθεί σε τελικό μουντιάλ.
Από τη στιγμή της απονομής, στο βασιλικό θεωρείο του Γουέμπλει, οι σημειολόγοι έχουν απομονώσει άλλη μια σκηνή. Ο αρχηγός των λιονταριών είναι πρώτος στη σειρά και πλησιάζει τη βασίλισσα που θα του δώσει το βαρύτιμο «Ζιλ Ριμέ». Κι όμως στο βλέμμα του υπάρχει μια συστολή, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι πανηγυρίζουν. Αναλογίζεται πως πρόκειται να σφίξει το χέρι της βασίλισσας, αυτός ένας λαϊκός τύπος και συνειδητοποιεί πως είναι μέσα στη λάσπη και στον ιδρώτα. Τελευταία δευτερόλεπτα προλαβαίνει να σκουπίσει τα χέρια του, όπως-όπως, πάνω στη στολή του, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του.
Από τότε, μόλις στα 25 χρόνια του, ο Μπόμπι Μουρ είναι ένας περιφερόμενος μύθος. Η θέση του στο πάνθεον των ηρώων του έθνους είναι εξασφαλισμένη, όμως αυτός δεν επαναπαύεται. Υπάρχουν δύο πράγματα που του λείπουν και όλα οφείλονται στο γεγονός πως παίζει σε μικρή ομάδα. Παρά τη διασημότητα του και την αναμφισβήτητη τεράστια αξία του, δεν θα καταφέρει ποτέ να κάνει τη Γουέστ Χαμ μεγάλη. Δεν θα καταφέρουν ποτέ να κερδίσουν ένα πρωτάθλημα, αν και στα καλύτερά τους, είναι συνώνυμοι του θεαματικού ποδοσφαίρου. Ο ίδιος ο αρχηγός απέδιδε την αποτυχία της ομάδας στον προπονητή Ρον Γκρίνγουντ, η σχέση του με τον οποίο πέρασε από πολλές διακυμάνσεις.
Το άλλο πράγμα που τον ενοχλούσε ήταν οι μικρές του απολαβές. Ήταν ο πιο γνωστός ποδοσφαιριστής του νησιού και αμειβόταν με ψίχουλα, λίγο πάνω από το μέσο όρο της εποχής. Υπήρχαν άλλοι, πολύ κατώτεροί του σε προσφορά και αξία, που κέρδιζαν τα διπλά και τα τριπλά χρήματα. Αυτός είναι ένας λόγος που ο Μουρ συνέχισε να παίζει μέχρι μεγάλη ηλικία (συν δύο χρόνια στην Αμερική, παρέα με τον φιλάργυρο Πελέ) και που εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε την εικόνα του με σπόνσορες, διαφημίσεις κλπ. Μέχρι και σε ταινία έπαιξε, στην κλασική «Απόδραση των 11» δίπλα στον Μάικλ Κέιν, τον Σταλόνε και το βασιλιά Πελέ.
Η δόξα του με την εθνική δεν είχε τελειώσει. Στο παγκόσμιο του ΄70, στο Μεξικό οι Άγγλοι πήγαν ως ένα από τα φαβορί, αλλά αποκλείστηκαν στην παράταση του προημιτελικού αγώνα από τους Γερμανούς των Μίλερ-Μπεκενμπαόυερ, που πήραν την εκδίκησή τους. Στους ομίλους συνάντησαν τη βραζιλιάνικη ντριμ τιμ και σε έναν αγώνα διαφήμιση του αθλήματος, έχασαν με 1-0. Εκείνος ο αγώνας έχει προσφέρει στην ιστορία μερικές από τις πιο αξέχαστες φάσεις.
Είναι τότε που ο Γκόρντον Μπανκς «έβγαλε» την καρφωτή κεφαλιά του Πελέ από τη δεξιά του γωνία, με μια ενέργεια που θεωρείται η απόκρουση του αιώνα. Στο ίδιο παιχνίδι, ο Μουρ μαρκάρει, κάποια στιγμή, τον Ζαιρζίνιο με τέτοια ακρίβεια που οι θεωρητικοί του ποδοσφαίρου μίλησαν για το τέλειο τάκλιν. Στο τέλος του αγώνα ο αρχηγός άλλαξε φανέλες με τον Πελέ, σε ένα αξέχαστο ενσταντανέ. Πολλά χρόνια μετά, ο Πελέ είπε πως η φανέλα του Μπόμπι Μουρ είναι από τα πιο σπουδαία του ενθύμια.
Το 1974 είναι κομβική χρονιά για τον Μουρ που έχει ήδη τελειώσει την καριέρα του στην εθνική, αλλά φεύγει και από την Γουέστ Χαμ. Η Φούλαμ, στη Β΄ κατηγορία, του προσφέρει καλά λεφτά και θα παίξει εκεί για δυόμισι σεζόν. Σε έναν από τους πρώτους του αγώνες αντιμετωπίζει τη Γουέστ Χαμ στο Λιγκ Καπ, όπου η Φούλαμ κερδίζει, ενώ την ίδια χρονιά θα φτάσει ξανά στον τελικό του Κυπέλλου. Από ειρωνεία της τύχης αντιμετωπίζει και πάλι τη Γουέστ Χαμ, αλλά δεν θα σηκώσει κούπα. Είναι η τελευταία του εμφάνιση στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλει.
Είναι το γήπεδο στο οποίο έζησε τις πιο μεγάλες στιγμές της ζωής του και, αναμφίβολα, τις πιο μεγάλες στιγμές του αγγλικού ποδοσφαίρου. Σήμερα, στο νέο Γουέμπλεϊ, υπάρχει ένα υπέροχο μπρούτζινο άγαλμα του μεγάλου αρχηγού, να στοπάρει τη μπάλα με το αρχοντικό του στυλ και το κεφάλι πάντα ψηλά, σαν να ψάχνει τον ελεύθερο επιθετικό. Διότι ο Μουρ, σύμφωνα με όλους όσοι τον έζησαν από κοντά, ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστής. Ήταν ο απόλυτος σπόρτσμαν, ευγενής όταν νικούσε, αξιοπρεπής στις ήττες, σεβαστός από φίλους κι αντιπάλους.
Στην Αγγλία πολλοί πιστεύουν ότι οι αρχές δεν θέλησαν να τιμήσουν τον Μπόμπι Μουρ με τον τίτλο του σερ επειδή βάραινε ακόμα εκείνη η παλιά - όσο και αναπόδεικτη - κατηγορία ότι έκλεψε το μπρασελέ στην Κολομβία από ένα κοσμηματοπωλείο σε ξενοδοχείο της Μπογκοτά. Συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερος, πήγε στο Εκουαδόρ και στη συνέχεια πάλι στην Μπογκοτά πιάστηκε και του επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός. Οι έντονες διπλωματικές πιέσεις και ο διεθνής αντίκτυπος, έπεισαν τις Κολομβιανές αρχές να τον απελευθερώσουν. Κανένα στοιχείο εναντίον του δεν βρέθηκε. Ντοκουμέντα από την Αστυνομία της Μπογκοτά που είδαν τα φως της δημοσιότητας το 2001 αποδεικνύουν ότι ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας ήξερε ότι το μπρασελέ το έκλεψε για να το διοχετεύσει μετά στον υπόκοσμο της Κολομβίας μια άγνωστη γυναίκα, η οποία ουδέποτε συνελήφθη, ενώ το μπρασελέ ουδέποτε βρέθηκε.
Το όνομα του Μπόμπι Μουρ σήμερα είναι στο «Χολ των Ηρώων» δίπλα σε μύθους όπως οι Στάνλεϊ Μάθιους και Τομ Φίνεϊ, ενώ έχει συνδεθεί με τον αντικαρκινικό αγώνα μέσα από το «Boody Moore Fund», μια οργάνωση φιλανθρωπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε από τη χήρα, δεύτερη σύζυγο του, Στεφάνι, με σκοπό την υψηλού επιπέδου σύγχρονη έρευνα κατά του καρκίνου του εντέρου - την αιτία από την οποία έφυγε ο Μουρ από τη ζωή σε ηλικία μόλις 51 ετών, στις 24 Φεβρουαρίου 1993.
Ο κορυφαίος κωμικός Τζίμι Τάρμπακ, φίλος του Μουρ, είπε στον επικήδειο που εκφώνησε στο Γουέστμινστερ Αμπεϊ: «Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνέβη είναι πως ο θεός έχει οργανώσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στον Παράδεισο και διέταξε τον Άγιο Πέτρο να του φέρει τον καλύτερο αρχηγό. Καλύτερος από τον Μουρ δεν υπάρχει και δεν υπήρξε»!