Ερρίκος Καστέλλης

Ερρίκος Καστέλλης

Σελίδα 1 από 4

“Si cecidero, resurgam”

« ..χαμένα πάνε εντελώς, τα λόγια των δακρύων. Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει. Έχει μεγάλη πείρα ο χαμός».

Μέρος τρίτο

Ο βρυχηθμός του τρένου που πλησίαζε διστακτικά στην αποβάθρα, έδωσε τέλος σε μια ολιγόλεπτη αναμονή, που μου φάνηκε σαν αιώνας. Τα φρένα του συρμού έβγαζαν σπίθες, και μια οσμή από καμένο λάστιχο και πυρωμένο ατσάλι, έδιναν την εντύπωση ότι ο οδηγός πάσχιζε να κάνει καλά το -φορτωμένο από κόσμο- σιδερένιο  «θηρίο». Από μακριά, ξεπρόβαλε το επιβλητικό στάδιο, ντυμένο και στολισμένο για την ποδοσφαιρική γιορτή.

Η πρωτεύουσα βρισκόταν σε αναβρασμό. Το μεγάλο ντέρμπι, μονοπωλούσε τα αθλητικά δρώμενα της χώρας. Η δεκαετία του 80’ είχε πολλή μεγάλη διαφορά από την τωρινή. Τη διέκρινε μια γραφικότητα, η οποία λείπει στις μέρες μας. Πείτε με νοσταλγικό, ρομαντικό αφελή ή ακόμα και υπερβολικό αλλά η ουσία είναι ότι εκείνα τα χρόνια, ο χρόνος κυλούσε με άλλους ρυθμούς. Η περιρρέουσα  ατμόσφαιρα πριν από το ματς, είχε δυναμιτιστεί από τις εκατέρωθεν δηλώσεις και αντεγκλήσεις των πρωταγωνιστών. Οι λεζάντες των αθλητικών εφημερίδων με τους βαρύγδουπους τίτλους, έβαζαν φωτιά, στο ήδη φορτισμένο κλίμα. Στις πλατείες, στα καφενεία, στη δουλειά ή ακόμα και στις σχολικές αίθουσες,  οι πάντες ζούσαν και ανέπνεαν για τον αγώνα της Κυριακής.

Οι «Λέοντες» του Πόρτο- Δρακόνε υποδέχονταν τους «Τρελούς Δαίμονες» της Βιθυνίας . Τους δύο συλλόγους χώριζαν πάρα πολλά. Όχι μόνο σε ποδοσφαιρικό επίπεδο αλλά και σε κοινωνικό-πολιτικό. Οι μεν «Λέοντες» εκπροσωπούσαν τα λαϊκά στρώματα, τους πρόσφυγες, τους φτωχούς και αγράμματους  που ιδροκοπούσαν μέρα-νύχτα για ένα πικρό μεροκάματο αγκαλιά με το θάνατο. Τους απόκληρους και τους παρίες μιας κοινωνίας που τους απέρριπτε και την απέρριπταν με κάθε πιθανό τρόπο. Τους επαναστάτες, που έπαιξαν και έχασαν  και που αδημονούσαν να πάρουν τη ρεβάνς εντός του γηπέδου και όχι μόνο… Οι δε «Δαίμονες» αντιπροσώπευαν την αστική τάξη. Τους καθωσπρέπει, τους μορφωμένους και τους συντηρητικούς. Τους πλούσιους και τους εξευγενισμένους που θεωρούσαν ύβρη για το άθλημα  την ύπαρξη και μόνο της αντιπάλου ομάδας. Όλα αυτά στη θεωρία τουλάχιστον, γιατί στην πράξη δεν ίσχυε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είχαν χαθεί μπροστά στην αδυσώπητη πάροδο του χρόνου, η οποία είχε εκφυλίσει ιδέες και ιδανικά.

Διασχίζοντας το σκοτεινό τούνελ, το οποίο χώριζε το γήπεδο από το σταθμό, αισθάνθηκα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου, και μια πρωτόγνωρη έξαψη με κατέκλυσε, νιώθοντας  σαν άλλος μονομάχος μπροστά στη θέα της αχανούς αρένας που ορθωνόταν,  έτοιμος να παλέψει για τη ζωή του. Ο πατέρας μου εξακολουθούσε να με κρατά σφιχτά από το χέρι, καθώς κατευθυνόμασταν προς τα εκδοτήρια. Παντού πολύχρωμα κασκόλ, δεμένα στο χέρι, στο μέτωπο, στο λαιμό. « Κανά περίσσιο παιδιά; Υπάρχει κανένα.. περισσευούμενο εισιτήριο ρε μάγκες;», φώναζαν κάτι τύποι που είχαν σταθεί άτυχοι ή απλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν το μαγικό χαρτάκι.  Προσπερνώντας τους διάφορους  μικροπωλητές και τις καντίνες με τα «βρώμικα», φτάσαμε επιτέλους στη θύρα μας. « Νικήτα, υποσχέσου μου ότι  δε θα αφήσεις ποτέ και σε καμία περίπτωση το χέρι μου, εκτός και αν στο πω εγώ. Ότι δεις και ακούσεις σήμερα θα μείνει εδώ μεταξύ μας, είμαστε σύμφωνοι;».  Έγνεψα καταφατικά , την ώρα που ψάχναμε τις θέσεις μας.

Γυρνώντας το κεφάλι μου περιμετρικά του γηπέδου, αντίκρυσα μια λαοθάλασσα ντυμένη σε δίχρωμο φόντο. Τα τύμπανα και οι τρομπέτες έδιναν το ρυθμό στα συνθήματα. Εκατοντάδες πανό, κρεμασμένα ολόγυρα του γηπέδου, που φανέρωναν συνήθως τ’ όνομα του συνδέσμου και την περιοχή από όπου προέρχονταν.  Στο απέναντι πέταλο, στριμωγμένοι σαν τα σταφύλια, γύρω στις δύο χιλιάδες «ηρωικοί» οπαδοί των αντιπάλων. Χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους, ωστόσο ήταν απελπιστικά λίγοι που «πνίγονταν» μέσα στο χαλασμό των γηπεδούχων. Κάποιοι περίεργοι πλανόδιοι περιφέρονταν ανάμεσα στο πλήθος, ντυμένοι με λευκές ποδιές κρατώντας με δυσκολία,  κάτι παράξενους ξύλινους δίσκους, φορτωμένους με διάφορες λιχουδιές. Κάθε τόσο, προσπαθούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των θεατών, φωνάζοντας δυνατά και με πομπώδες ύφος: « Φιστίκι, πασατέμπο, λιόσπορο παιδιά!!. Σάμαλι, κοκ, και Κοκα – Κολα!! Έλα να πάρεις!!» Από τις διπλανές παρέες, ακούγαμε την ανάλυση του παιχνιδιού, από τους λεγόμενους «προπονητές της εξέδρας». Πώς πρέπει να στήσει την ομάδα στο τερέν ο τεχνικός, ποιους παίκτες και σε ποιες θέσεις, σε ποιες αλλαγές πρέπει να προχωρήσει, ανάλογα με τη διακύμανση του σκορ. Μέχρι και την έναρξη του αγώνα, είχαμε μάθει όλα τα Κους – Κους των αποδυτηρίων, τα παρασκήνια, και γενικώς ότι είχε κυκλοφορήσει στην πιάτσα, την προηγούμενη εβδομάδα.

Τα μεγάφωνα του σταδίου μετέδιδαν διαφόρων ειδών διαφημίσεις και ανακοινώσεις, ανάλογα με την περίσταση και την σπουδαιότητα. «Τζάμια ο Ζώης, πληροφορίες στο 6515864, λάστιχα ο Μίμης, Αγαθοκλέους 66. Παρακαλείται ο μικρός Γιαννάκης να προσέλθει στη θύρα 1, τον ψάχνει η μητέρα του» ή « παρακαλείται ο κ. Γεωργίου να επικοινωνήσει με το σπίτι του, διότι γεννάει η γυναίκα του». Όπως αντιλαμβάνεστε το γέλιο που έπεφτε ήταν απερίγραπτο. Τη γλαφυρότητα της στιγμής ήρθε να διακόψει η ανάγνωση των ενδεκάδων των δύο αντιπάλων.   «Η ομάδα μας, θα κατέλθει με τους…» Ο…άτυπος παρουσιαστής εκφωνούσε με στόμφο, αργά και βασανιστικά τα ονόματα των παικτών του βασικού σχήματος, ούτως ώστε οι φίλαθλοι να ζητωκραυγάσουν «ΟΛΕ!» στο άκουσμα του καθενός. Εκείνοι, ανταπέδιδαν υψώνοντας τα χέρια ψηλά, χαιρετώντας περήφανα το πλήθος.  Από τις κερκίδες, εκτοξεύονταν ρολά ταμειακής μηχανής, κροτίδες, βαρελότα και φωτοβολίδες που διέσχιζαν σφυρίζοντας τον ουρανό, καταλήγοντας είτε στο τερέν είτε στο κεφάλι κάποιου άτυχου αντιπάλου φιλάθλου. «Ποιοι είναι αυτοί πατέρα;»  ρώτησα διστακτικά με τη παιδική αφέλεια και άγνοια που με διέκρινε εκείνα τα χρόνια, αναφερόμενος στους παίκτες της ομάδας μας. «Δεν έχει απολύτως καμία σημασία, Νικήτα. Είναι όλοι τους περαστικοί. Αυτό που έχει σημασία, είναι το έμβλημα στο στήθος τους, τα χρώματα στη φανέλα τους. Αυτό μόνο μετράει. Γι’ αυτά ζητωκραυγάζουμε, γι’ αυτά αγωνιζόμαστε. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό». Θα περνούσαν αρκετά χρόνια για να μπορέσω να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να πει ο…ποιητής και η αποκάλυψη –πιστέψτε με- ήταν συγκλονιστική.

Ο αγώνας κυλούσε με μια αβεβαιότητα ως προς την έκβαση. Οι φάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και για τους δύο συλλόγους. Ώσπου στο δεύτερο ημίχρονο, συνέβη το πρωτόγνωρο για τα μέχρι τότε δεδομένα μου. ΓΚΟΛ!!! Το στάδιο σείστηκε από την εκκωφαντική κραυγή, χιλιάδων ανθρώπων. Έμοιαζε με το ξέσπασμα μιας καταιγίδας, ενός βροντερού κεραυνού, σταλμένου λες, από το χέρι του ίδιου του Δία. Γίναμε όλοι ένα κουβάρι..  Μικροί και μεγάλοι πιαστήκαμε αγκαλιά, πανηγυρίζοντας το μεγάλο γεγονός. Στο απέναντι πέταλο του γηπέδου, το απόλυτο κοντράστ συναισθημάτων. Στεναχώρια και βουβαμάρα. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Έτσι είναι ο αθλητισμός.  Η αναμέτρηση έληξε με νίκη της ομάδας μας. Ήταν μια νίκη δύσκολη, αλλά μεγαλειώδης. Ο αντίπαλος, φάνηκε αντάξιος του ονόματος και της αξίας του. Εξάλλου, η αξία του νικημένου, δίνει πάντοτε δόξα στο νικητή. Αυτό μου έμαθε ο πατέρας μου. Αυτή ήταν η αρχή που πρέσβευε τα ιδανικά μας, τα πιστεύω μας σαν οικογένεια.

Τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης, είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όσους έχουν πάει έστω και μια φορά στο γήπεδο, και τα κρατάω για τον εαυτό μου. Σίγουρα, το λεξιλόγιο μου εμπλουτίστηκε από διαφόρων ειδών βωμολοχίες  που έδιναν και έπαιρναν και από τις δυο πλευρές, τα περισσότερα από τα οποία ήταν το λιγότερα υποτιμητικά για τις μανάδες μας και τις αδελφές μας. Ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο για όλη αυτήν την αντιπαράθεση. Την έβρισκα ανούσια και άσκοπη. Αλλά είπαμε, αυτά που γίνονται στο γήπεδο, μένουν στο για πάντα στο γήπεδο.

Αυτό όμως που μου κίνησε την περιέργεια, ήταν μια συγκεκριμένη ομάδα φιλάθλων. Έδειχναν εντελώς διαφορετικοί από τους υπόλοιπους. Εντελώς αποκομμένοι από την κύρια μάζα, δε σταμάτησαν λεπτό να φωνάζουν υπέρ της ομάδας μας, Στέκονταν όρθιοι καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, χορεύοντας και αναπηδώντας, φωνάζοντας συνθήματα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο κουράγιο και δύναμη στους παίκτες μας. Θεωρούνταν σκληροπυρηνικοί, μέλη μιας «κάστας» οπαδών, στην οποία είχαν δικαίωμα ένταξης μόνο οι απόλυτα αφοσιωμένοι και αποδεδειγμένα φανατικοί. Εκείνοι δηλαδή,  που ακολουθούσαν το σύλλογο στα περισσότερα παιχνίδια είτε εντός είτε εκτός έδρας. Εκείνοι που ήταν διατεθειμένοι να φωνάξουν μέχρι τελικής πτώσης από το 1ο έως το 90ο λεπτό ακατάπαυστα, υπέρ της «αρρώστιας» τους. Θαύμασα την αντοχή τους, το πάθος τους, την «τρέλα» που έβγαζαν οι κινήσεις τους. Ήταν τότε που ένιωσα για πρώτη φορά μέσα μου σαν άλλος Οδυσσέας, το «κάλεσμα» των Σειρήνων σε εκείνον τον άγριο και παράξενο κόσμο της έντασης.  Μόνο που εγώ δυστυχώς, δεν ήμουν δεμένος στο κατάρτι..

Ήμασταν κάποτε στρατιώτες - Μέρος Πρώτο

Ήμασταν κάποτε στρατιώτες - Μέρος Δεύτερο

Usque Ad Finem

«κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει, εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουνΦίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ ένα τραπέζι σμίγει, όπου τ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν».

Μέρος δεύτερο

Εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, έμοιαζε σαν όλα τα προηγούμενα. Η ίδια ράθυμη διάθεση, οι γνώριμες λαχταριστές μυρωδιές που ξεμυτούσαν απ’ την κουζίνα καθώς η μητέρα μου με τη γιαγιά μου, ξεδίπλωναν το αστείρευτο ταλέντο τους στη μαγειρική,  ο στριγγή χροιά του βιολιού από το σαλόνι, τα γειτονόπουλα στο δρόμο που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι με μια χαρακτηριστική νωχελικότητα. Γνώριζα εκ των προτέρων ότι, έπρεπε ν’ ανοίξω εκείνα τ’ απαίσια, παράξενα, ταλαιπωρημένα από το χρόνο βιβλία, που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου. Δεν έμοιαζαν με αυτά του σχολείου. Για την ακρίβεια δεν είχαν καμία απολύτως σχέση.  Οι τίτλοι τους μου προκαλούσαν ζάλη και όσο περνούσαν τα χρόνια, γίνονταν όλο και πιο δυσνόητοι: «Διάσημες μάχες της αρχαιότητας», «Στρατηγική και Τακτικές», «Οδηγός Επιβίωσης», «Η τέχνη της διπλωματίας», «Αρχαία Ελληνικά & Λατινικά», «Μουσική αρμονία», «Αρχές Ξιφασκίας» και πολλά άλλα ακόμη που αυτήν τη στιγμή δεν μου έρχονται στο μυαλό. Όταν οι φίλοι μου έπαιζαν και διασκέδαζαν ξένοιαστα το Σαββατοκύριακο, εγώ μάθαινα τα πάντα για την παράταξη του στρατεύματος του Μ. Αλεξάνδρου, κατά τη μάχη της Ισσού. Πόσα στάδια κάλυπτε. Πόσες ίλες ιππικού διέθετε, πόσοι ελαφρά οπλισμένοι Κρήτες και Θράκες πεζοί αναπτύχθηκαν ανάμεσα στο σχηματισμό της φάλαγγας, καθώς και τα ονόματα των διοικητών τους. Με λίγα λόγια,  φρίκη!!

Κάθε φορά που αντιδρούσα, διαμαρτυρόμενος γιατί έπρεπε να μελετήσω, ενώ η παρέα μου έπαιζε αμέριμνη στη διπλανή αλάνα, εκείνος μου απαντούσε ότι, τα παιδιά στην αρχαία Σπάρτη μόλις συμπλήρωναν τα 7 τους χρόνια, ήταν υποχρεωμένα από την Πολιτεία να συμμετάσχουν στην  «Αγωγή», μια στρατιωτικού – κυρίως- τύπου εκπαίδευση η οποία ολοκληρωνόταν με την ενηλικίωσή τους. Οπότε, θα έπρεπε να είμαι και ευχαριστημένος που γλύτωσα δύο χρόνια!! Θυμάμαι σαν χτες τα λόγια του: «Πρέπει να δαμάσεις το πνεύμα, προτού δαμάσεις το είναι σου. Το σώμα, πάντα θα υπακούει στη θέληση του μυαλού. Θα υπάρξει κάποια στιγμή καιρός για διασκέδαση, αλλά τώρα δεν είναι αυτός».

Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς σημαίναν αυτές οι κουβέντες. Δεν είχα κλείσει ακόμα τα  9,  και όλα αυτά όπως αντιλαμβάνεστε, μου φαίνονταν εντελώς παράλογα. Για να το πω πιο λαϊκά, δεν καταλάβαινα λέξη. Τι να καταλάβει ένα παιδάκι, σε αυτήν την τόσο τρυφερή ηλικία; Ένιωθα ότι διάβαζα και άκουγα… Κινέζικα. Εγώ περίμενα πως και πως το Σαββατοκύριακο, για να διαβάσω – στα κλεφτά – ένα τεύχος της «Περιπέτειας» ή του «Μπλεκ». Ο Λοχαγός Μαρκ και ο Ξανθός γίγαντας, ήταν οι μόνοι ήρωες, για τους οποίους ήμουν διατεθειμένος ν’ αναβάλλω το παιχνίδι μου. Βλέπετε, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν - ευτυχώς ή δυστυχώς -  tablets, smartphones, social media και όλα τα υπόλοιπα συναφή τεχνολογικά «θαύματα» της σημερινής εποχής.

Ωστόσο δεν τα παράτησα. Πως θα μπορούσα άλλωστε, ξέροντας εκ των προτέρων ότι το άγρυπνο του πατέρα – παιδαγωγού, ήταν διαρκώς πάνω μου. Άνθρωπος απόμακρος, αυστηρός, αλλά συνάμα καλοσυνάτος . Η φωνή του βαθειά, σχεδόν στεντόρεια.  Το ύφος του σοβαρό, στρατιωτικό.  Λιτοδίαιτος και λακωνικός στο λόγο και στις εκφράσεις του. Ψηλός στο ανάστημα, ευθυτενής, με βήμα «κοφτό», αθόρυβο και βλέμμα διερευνητικό που σε διαπερνούσε. Οι κινήσεις του έφερναν κάτι μεταξύ σε δασκάλου πολεμικών τεχνών και χορευτή.  Δεν είχα αντιληφθεί ποιο ακριβώς ήταν το επάγγελμά του. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό. Λες και ήταν επτασφράγιστο μυστικό. Κάθε φορά που ερχόταν η συζήτηση σε αυτό, άλλαζε θέμα με χαρακτηριστική μαεστρία…Υπήρχαν μέρες που εξαφανιζόταν κυριολεκτικά από το σπίτι. Κάναμε μέρες να τον δούμε. Ταξίδευε διαρκώς ή έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον. Δε θυμάμαι να είχα γνωρίσει κάποιο φίλο του. Ακόμα και οι συγγενείς που δεχόμασταν στο σπίτι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού..

Παρ’ όλα αυτά, τον αγαπούσα. Αν και δε μας διέκρινε η «συνηθισμένη» σχέση μεταξύ πατέρα & γιού, αν και δε με κράτησε ποτέ από το χέρι στην παιδική χαρά, δε μου τραγούδησε παιδικά τραγουδάκια, δεν έπαιξε μαζί μου κρυφτό – κυνηγητό, δεν κάναμε ποδήλατο μαζί ή άλλα σπορ, η ανάγκη να είμαι δίπλα του δεν έσβησε ποτέ. Για μένα, ήταν ένας υπερ- ήρωας. Το πρότυπο μου. Πάντοτε στεκόταν στο πλάι μου, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ποτέ δε μ΄ εγκατέλειψε, ποτέ δεν αδιαφόρησε.  Το γεγονός ότι δεν τον έβλεπα πάρα πολύ συχνά, διόλου μείωνε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. Κάθε άλλο. Όσο περισσότερο σου λείπει κάτι, τόσο περισσότερο το αποζητάς. Αυτό ίσχυε και για τον πατέρα μου. Πόσο μάλλον όταν, η ίδια του η ύπαρξη καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο μυστηρίου… Είναι αλήθεια ότι  ζήλευα όταν έβλεπα τ΄ άλλα παιδιά στο σχολείο, όταν συνοδεύονταν από τον πατέρα τους ή όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο. Κάθε φορά που εξέφραζα το παράπονο μου, επειδή δεν περνούσαμε αρκετό χρόνο μαζί, συνήθιζε να μου λέει: «Μην άγχεσαι, όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Έχε μου εμπιστοσύνη». Ο λόγος του για μένα,  ήταν κανόνας απαράβατος.  Του είχα τυφλή εμπιστοσύνη, όπως θα έπρεπε άλλωστε.

Κάποια στιγμή, και ενώ είχα σχεδόν τελειώσει με τα ιδιότυπα «διαβάσματά» μου, ακούω τη φωνή του να μου λέει επιτακτικά: «ντύσου, σε 10 λεπτά έχουμε φύγει». Ήταν ανώφελο να ρωτήσω περισσότερα. Δεν πρόκειται να μου έλεγε και δεν είχα καμία διάθεση να χάσω το χρόνο μου, αφού σε λίγο θα μάθαινα τα πάντα. Η μητέρα μου, κλασσικό στερεότυπο Ελληνίδας νοικοκυράς, προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, αλλά μάταια. Λόγω της μυστικοπάθειας του πατέρα μου, δε γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί και ήθελε να το αποτρέψει.  Φοβόταν ιδιαίτερα, αυτές τις παρορμητικές και αναπάντεχες εξορμήσεις, εξαιτίας του χαρακτήρα του. Εκείνος όμως, με μία θανατερή του ματιά, διέλυσε κάθε αντίσταση που προσπάθησε να φέρει. Ήταν αποφασισμένος και κανένας δεν επρόκειτο να τον σταματήσει.  Στο δρόμο, βγαίνοντας από το σπίτι, πρόσεξα ότι κατευθυνόμασταν στον ηλεκτρικό σταθμό. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, δε θα έδινα μεγάλη σημασία. Είχαμε μπει αρκετές φορές στο τρένο για διαφορετικούς λόγους τη κάθε φορά. Ωστόσο, για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθα λίγο άβολα. «Πατέρα - μου είχε απαγορεύσει ρητώς να τον αποκαλώ «μπαμπά» - που πάμε;» τον ρώτησα ελαφρώς αναστατωμένος. Τότε, γούρλωσε τα μάτια και με κράτησε – για πρώτη φορά -  σφιχτά από το χέρι. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.  Σαν άλλος αρχιερέας υπό το λυκόφως, με μια άκρως μυσταγωγική αίσθηση να πλανάται στην ατμόσφαιρα, αποκρίθηκε:  «Μεγάλωσες πια, ήρθε η ώρα να πάμε στο γήπεδο».

Ήμασταν κάποτε στρατιώτες - Μέρος Πρώτο

«στην Αν…Να…»

«μέχρι οι πρίγκιπες να γίνουν βασιλιάδες»

Μέρος πρώτο

To 401 π.χ, στα Κούναξα της Βαβυλώνας, έλαβε χώρα μια τρομερή σύγκρουση ανάμεσα στον Αρταξέρξη Β’, και τον Κύρο τον νεώτερο με φόντο τον Περσικό θρόνο. Οι άνδρες του Κύρου ηττήθηκαν κατά κράτος, και ο ίδιος βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης.  Όμως, οι περίπου 13,000 επίλεκτοι Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες – βετεράνοι στο σύνολό τους, του Πελοποννησιακού πολέμου -  που πολεμούσαν στο πλευρό του Κύρου, παρέμειναν ακατάβλητοι,  και υπό τις οδηγίες του έμπειρου Σπαρτιάτη πολέμαρχου Κλεάρχου κλήθηκαν ν’  αντιμετωπίσουν το σύνολο των δυνάμεων του Αρταξέρξη. Παρ’ όλο που είχαν υπερφαλαγγιστεί και υστερούσαν κατά πολύ αριθμητικά των αντιπάλων τους, δε λύγισαν ούτε στιγμή. Η άρτια εκπαίδευση τους, το απαράμιλλο θάρρος τους και κυρίως η σιδερένια θέλησή τους, στεφάνωσαν με νίκη τα ελληνικά όπλα.

Ωστόσο, βρέθηκαν απομονωμένοι σε μια αφιλόξενη γη, χωρίς νερό και τρόφιμα. Ο δρόμος της επιστροφής στα πάτρια εδάφη, μέσα από τα βάθη της Ασίας θα αποδεικνυόταν, μια σκληρή, επίπονη και ιδιαίτερα επικίνδυνη διαδικασία. Το Μάιο του 399 π.χ η Ελληνική στρατιά θα κατόρθωνε τελικά να φτάσει -με αρκετές απώλειες- στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας,  και από κει να μεταβεί στην Μητροπολιτική Ελλάδα.  Αυτό σήμανε και τυπικά το τέλος μίας επιχείρησης, που συγκλόνισε τα θεμέλια της απέραντης Περσικής Αυτοκρατορίας, και ανανέωσε το συναίσθημα της εθνικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των Περσών και των άλλων ανατολικών λαών. Η διήγηση της, από τον ήρωα και πρωταγωνιστή της Ξενοφώντα, έγινε παγκοσμίως γνωστή ως  ‘Η Κάθοδος των Μυρίων’.

Περίπου 2,500 χρονια αργότερα,  κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90’, μια «παρόμοια» ιστορία θάρρους και θέλησης θα εκτυλισσόταν, σ’ ένα «διαφορετικό», αστικό πεδίο μάχης, με πρωταγωνιστές τους «μαχητές των δρόμων», φιλάθλους μιας ομάδας, αλλά κυρίως μιας φιλοσοφίας. Αυτήν την φορά, δε θα βρίσκονταν αντιμέτωποι Έλληνες και Πέρσες αλλά «οπαδοί», εκ του αρχαίου λήμματος <οπαδέω>οπαδώ, που σημαίνει ακολουθώ. Έλληνες, εναντίον Ελλήνων, άξιοι συνεχιστές των αρχαίων ένδοξων προγόνων τους, που αφού είχαν συνθλίψει από κοινού, κάθε λογής βάρβαρο εισβολέα,  έσφαζαν ο ένας τον άλλον σαν άσπονδοι εχθροί, καταπατώντας όρκους, ιερά και όσια.  

 Οι χαρακτήρες αυτής της αφήγησης, βιώνουν μια καταπιεστική, μίζερη και αποκρουστική – κατ’ αυτούς – πραγματικότητα. Η καθημερινότητα τους αφόρητη, «βομβαρδίζεται» συνεχώς από την κοινωνική αδικία, την «ταξική» αν προτιμάτε, ανισότητα η οποία αναδύει μια βιαιότητα που συγκλονίζει ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς τους. Για κάποιους, οι λέξεις πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, έννοιες αφηρημένες, ίσως και αφαιρετικές. Για κάποιους άλλους όχι. Αλλά αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί το πεδίο αντιπαράθεσης υπερβαίνει τα τετριμμένα. Δεν αναγνωρίζει τάξεις, θρησκείες και πατρίδες. Δε υποκύπτει σε συνηθισμένους κανόνες και όρια. Δεν έχει ηθικούς φραγμούς.  Γιατί στο τέλος, τα κίνητρα ήταν, είναι και θα είναι πάντα τα ίδια: Αγανάκτηση & εκδίκηση!

Οι ήρωές μας,  ζουν και αναπνέουν για την ένταση, το πάθος, την φλόγα που ανάβει η κερκίδα. Οι ιαχές, τα συνθήματα, ο αχός της «μάχης», διαπερνούν σαν ρεύμα το μυαλό και το σώμα των ιδιότυπων αυτών πολεμιστών. Πολλοί από αυτούς, δείχνουν ζαλισμένοι, «χαμένοι» σ’ έναν κόσμο ολότελα δικό τους, απροσπέλαστο, απρόσιτο. Ουσίες χημικές και μη, «ποτίζουν» τη σκέψη τους και θολώνουν την κρίση τους, σε μια προσπάθεια να νικήσουν τους δαίμονες που τους κατατρέχουν. Οι περισσότεροι, ωρύονται και εξαγριώνονται, εκτοξεύουν πάσης φύσεως αντικείμενα, εκστομίζουν άναρθρες λέξεις, ύβρεις και κραυγές.  Υπάρχουν όμως και κάποιοι, ελάχιστοι θα έλεγα, που στέκουν αμίλητοι, ασάλευτοι, σαν στήλες άλατος. Το βλέμμα τους βαθύ και απλανές. Δείχνουν αδιάφοροι, για όσα διαδραματίζονται γύρω τους. Πως δεν ανήκουν ανάμεσα τους. Λες και από κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας, έτυχε να βρεθούν εκεί.

Κάθε άλλο όμως.. Σαν άλλοι γυπαετοί, ανιχνεύουν τη λεία τους, παρατηρούν, κατοπτεύουν και εξερευνούν προσεκτικά το έδαφος. Μετρούν αριθμούς και ανακαλύπτουν αδυναμίες. Αντιλαμβάνονται δυνατότητες, στρατηγικές και τεχνάσματα. Στην τέχνη του πολέμου, των όπλων, των τεχνικών, της εξαπάτησης του εχθρού.. Συλλέγουν πληροφορίες, επεξεργάζονται δεδομένα και αναλύουν σενάρια. Διαλέγουν με ακρίβεια, τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο. Αφουγκράζονται την ιδιαιτερότητα της κάθε στιγμής. Μοιάζουν θαρρείς, με ενωμοτάρχες μίας άναρχης…φάλαγγας, που στοιχίζουν, παρακινούν, εμψυχώνουν και καθοδηγούν. Ένας από αυτούς ήμουν και γω..

Όπως έχει πει πολύ εύστοχα, ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο, τα ονόματα είναι τυχαία, οι καταστάσεις όχι. Αυτή είναι η ιστορία μου..

Ήμασταν κάποτε στρατιώτες - Μέρος Δεύτερο

26 Οκτωβρίου του 1986. Ημέρα Κυριακή, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου και ολόκληρος ο Θεσσαλικός κάμπος, βρίσκεται στο πόδι, εξαιτίας του μεγάλου ντέρμπι μεταξύ της Λάρισας και του ΠΑΟΚ, των δύο μεγάλων ομάδων της επαρχίας που έχουν μπει σφήνα στο πάλαι ποτέ ΠΟΚ, και διεκδικούν με αξιώσεις το πρωτάθλημα.

Τον Μάϊο του 1706, και ενώ μαίνεται ο πόλεμος της «Ισπανικής Διαδοχής», ένας συνασπισμένος Γάλλο-Ισπανικός στρατός αποτελούμενος από 40.000 άνδρες, φθάνει στα περίχωρα του Τορίνο και ξεκινά την πολιορκία της πόλης, που έμελλε ν’ οδηγήσει πολιορκητές και πολιορκημένους στα όρια τους.

Είναι αλήθεια ότι στο ποδόσφαιρο -σχεδόν πάντα- ένας παίκτης κάνει τη διαφορά. Το θέμα δεν είναι ποιος είναι αυτός παίκτης, αλλά το γνώρισμα που τον καθιστά τόσο διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Είναι ο τρόπος που κινείται στον χώρο, η σβελτάδα του, η τεχνική του ή μήπως ο ατσάλινος χαρακτήρας του και η εξυπνάδα του; Πολύ λίγοι ποδοσφαιριστές συνδυάζουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και ο Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή την Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016 σε ηλικία 69 χρόνων, έπειτα από άνιση μάχη με τον καρκίνο στους πνεύμονες, υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένας από αυτούς.

Η ιστορία μας ξεκινάει κάπου στο Άμστερνταμ του 1894, όταν μια νεοσύστατη ομάδα με την ονομασία Footh-Ball Club Ajax, προσπαθεί να αναδυθεί στο Ολλανδικό ποδοσφαιρικό στερέωμα. Οι δύσκολες συνθήκες της εποχής όμως, αποτελούν τροχοπέδη για την επιτυχία του εγχειρήματος και έτσι ο σύλλογος  ουσιαστικά υπολειτουργεί, φτάνοντας ένα βήμα πριν την οριστική διάλυση του.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1900, στο πολυτελέστατο Gisela Restaurant του Μονάχου, οι φωνές και οι αντιδικίες των παρευρισκομένων μελών του Γυμναστικού Συλλόγου Μονάχου MTV 1879, έχουν ήδη φορτίσει το κλίμα στην προγραμματισμένη συνέλευση.

Αν υπάρχει ένας παίκτης που ενσαρκώνει την ιστορία και τις αξίες του αγγλικού ποδοσφαίρου, αυτός δεν είναι άλλος από τον Μπόμπι Μουρ. Ο επί μια δεκαετία θρυλικός αρχηγός των λιονταριών, ο άνθρωπος που σήκωσε το ένα και μοναδικό παγκόσμιο τρόπαιο στην ιστορία της Εθνικής Αγγλίας, σ' εκείνο τον αλησμόνητο τελικό του 1966 κόντρα στη Δυτική Γερμανία, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 24 Φεβρουαρίου 1993, σε ηλικία μόλις 51 ετών.

Είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την ημέρα που ο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες, ένας από τους πιο μεγάλους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα του Ολυμπιακού, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 29 ετών!

Σελίδα 1 από 4
Fctables
Τα cookie μας βοηθούν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Εφόσον χρησιμοποιείτε τις υπηρεσίες μας, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.